- εὐέμβλητος
- εὐέμ-βλητος, ον,A easy to put in, of dislocated joints, Hp.Art.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέμβλητος — εὐέμβλητος, ον (Α) (για εξαρθρωμένα μέλη τού σώματος) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να τοποθετήσει στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εμ βλητος (< εμ βάλλω), πρβλ. δυσ έμ βλητος) … Dictionary of Greek
εὐέμβλητα — εὐέμβλητος easy to put in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέμβολος — εὐέμβολος, ον (Α) 1. ο εκτεθειμένος σε εισβολές 2. ο ευέμβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έμ βολος (< εμ βάλλω)] … Dictionary of Greek